- πιλοπωλείο
- το, Νκατάστημα πώλησης πίλων, καπελάδικο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίλος «καπέλο» + -πωλείο (< -πώλης < πωλώ). Η λ., στον λόγιο τ. πιλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.